- λορισίδες
- (lorisidae). Οικογένεια προπιθήκων της ανθυπόταξης των λορισιμόρφων. Πρόκειται για νυκτόβια ζώα, μικρού αναστήματος, που χαρακτηρίζονται από μεγάλα μάτια, κοντά και ισχυρά κάτω άκρα και βραχύ ρύγχος. Τρέφονται με φρούτα, έντομα ή μικρά ερπετά και ζουν στα δάση την Ασίας και της Αφρικής. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει δύο υποοικογένειες: τους λορισίνες και τους γκαλαγκίνες. Οι τελευταίοι έχουν μεγαλύτερη ουρά και καλύτερα ανεπτυγμένα πίσω άκρα, γι’ αυτό και μπορούν να κινούνται πιο εύκολα και με μεγαλύτερη ταχύτητα πάνω στα δέντρα, σε σχέση με τους λορισίνες. Η οικογένεια αυτή αριθμεί έξι γένη με μικρό αριθμό ειδών το καθένα. Τα κυριότερα είδη της οικογένειας των λ. είναι ο Loris tardigradus, μικρόσωμο και νυκτόβιο ζώο της Ινδίας και της Σρι Λάνκα, ο Νycticebus coucang, που ζει στις χώρες της χερσονήσου της Ινδοκίνας, στη Σουμάτρα και στην Ιάβα, και οι αφρικανικοί Αrctocebus calabarensis, γνωστοί με την κοινή ονομασία χρυσό πότο, ο Euoticus inustus και ο Galago senegalensis.
Dictionary of Greek. 2013.